νένα

νένα
η (Μ νένα)
η τροφός, η παραμάνα, η γυναίκα που θηλάζει ξένο παιδί ή που ασχολείται με τη διατροφή και το μεγάλωμα ξένου παιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. nena].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νένα — η (λ. τουρκ.) 1. παραμάνα, τροφός. 2. νηπιαγωγός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βενετσάνου, Νένα — (Αθήνα 1956 –). Τραγουδίστρια και συνθέτης. Ακολούθησε από μικρή ηλικία μουσικές σπουδές (πιάνο). Σπούδασε ιστορία της τέχνης στην Μπεζανσόν της Γαλλίας και ωδική στο Παρίσι. Η επιστροφή της στην Ελλάδα (1977) θα την εισαγάγει στον χώρο του… …   Dictionary of Greek

  • Kostas Mentis — Konstantinos (Kostas) Mentis (Greek: Κώστας Μεντής, 1913 November 27, 1983) was a Greek actor. He was born in Amfilochia in the Aetolia Acarnania prefecture. He was the uncle of the actor Nena Menti (Νένα Μεντή) and played in comedies, second… …   Wikipedia

  • Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… …   Dictionary of Greek

  • μαυρίζω — (Μ μαυρίζω) [μαύρος] 1. καθιστώ κάτι μαύρο, προσδίδω σε κάτι μαύρο χρώμα («σέ μαύρισε για τα καλά ο ήλιος») 2. φαίνομαι μαύρος («μαυρίζει σαν κόρακας») 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρισμένος, η, ο(ν) θλιβερός, λυπημένος («Ω μαυρισμένη μου ψυχή …   Dictionary of Greek

  • νενοπούλα — η παραμάνα, τροφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νένα + πούλα (< πουλος*)] …   Dictionary of Greek

  • παρακρατώ — παρακρατῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. 1. αποθηκεύω μέρος τού προϊόντος ενός παραγωγού προκειμένου να ρυθμίσω την τιμή του στην αγορά ή για να τό χρησιμοποιήσω σε περιόδους έλλειψης 2. (για κατάσταση) διατηρούμαι περισσότερο από το κανονικό, παρατείνομαι («η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”